ραγίζω — ραγίζω, ράγισα, ραγισμένος βλ. πίν. 33 και πρβλ. ραΐζω Σημειώσεις: ραγίζω : σπάνια η παθητική φωνή, σε φράσεις όπως: ... ο καθρέφτης ραγίζεται (Ελύτης, σελ. 116). Το ραγίζω σημαίνει και → προκαλώ σχισμή, ρωγμή και παθαίνω σχισμή, ρωγμή … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ράγισμα — και ράϊσμα, το, Ν [ραγίζω / ραΐζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ραγίζω, η ατελής και χωρίς θρυμματισμό θραύση, σχισμή, ρωγμή, σκάσιμο … Dictionary of Greek
ῥαγίζοντι — ῥᾱγίζοντι , ῥαγίζω gather grapes pres part act masc/neut dat sg ῥᾱγίζοντι , ῥαγίζω gather grapes pres ind act 3rd pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναραγίζω — και ρραγιζω και –ραΐζω (Α ἀναρραΐζω) νεοελλ. 1. ραγίζω μόλις, ελαφρά 2. παθαίνω ανεπανόρθωτη εξάντληση ή κατάπτωση 3. (για παιδιά) χάνω κάπως την ευεξία μου αρχ. συνέρχομαι μετά από σοβαρή ασθένεια, αναρρώνω … Dictionary of Greek
ράγιση — η, Ν [ραγίζω (Ι)] ράγισμα, ρωγμή … Dictionary of Greek
ραΐζω — (I) Ν βλ. ραγίζω. (II) ΜΑ, και ιων. τ. ῥηΐζω Α (το ενεργ και μέσ.) αναπαύομαι από τις έγνοιες και τις φροντίδες, ησυχάζω αρχ. 1. (για ασθένειες) γίνομαι πιο ανεκτός, υποφερτός 2. (για πρόσ.) αναλαμβάνω από αρρώστια, γίνομαι καλύτερα, αναρρώνω 3.… … Dictionary of Greek
ραγισματιά — και ραϊσματιά, η, Ν [ράγισμα, ατος] το αποτέλεσμα τού ραγίζω, ράγισμα, ρωγμή, σκάσιμο … Dictionary of Greek
ραγιστός — και ραϊστός, ή, ό, Ν [ραγίζω / ραΐζω] αυτός που έχει ραγίσει, που έχει υποστεί ράγισμα, ραγισμένος … Dictionary of Greek
ρηγνύω — ῥηγνύω ΝΜΑ, και ῥήγνυμι ΜΑ 1. χαλώ τη συνοχή ενός σώματος, σχίζω, σπάζω, κομματιάζω, τέμνω (α. «ῥήξειν τὰ δεσμά», Λουκιαν. β. «πέπλους ῥήγνυσιν», Αισχύλ. γ. «γῆς ἀρότρους ῥήξας δάπεδον», Αριστοφ.) νεοελλ. φρ. «ρηγνύω κραυγή» βγάζω δυνατή φωνή,… … Dictionary of Greek
ραίζω — → δες ραγίζω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής